Site icon Hallocy

Ελεύθερος με όρους 65χρονος που κατηγορείται για βιασμούς και κακοποίηση παιδιού

Την ώρα που το Δικαστήριο διατάσσει την κράτηση ενός ατόμου ακόμη και για αδικήματα που προβλέπουν ποινές μερικούς μήνες και είναι λιγότερο σοβαρά με άλλα του ποινικού κώδικα, άλλη μια απόφαση έρχεται να προστεθεί στα παράδοξα της Δικαιοσύνης, η οποία εγείρει ερωτήματα, σε σχέση με τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται ως προς την κράτηση ενός προσώπου ως υπόδικους στις Κεντρικές Φυλακές.

Μετά από προσφυγή, το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε όπως αφεθεί ελεύθερος με όρους ο 65χρονος ελληνοκύπριος, ο οποίος είναι αντιμέτωπος με 39 κατηγορίες που αφορούν σεξουαλικά αδικήματα και περιλαμβάνουν τρείς κατηγορίες για βιασμό, εννέα σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού και αριθμό άλλων αξιόποινων πράξεων με σκοπό την διευκόλυνση της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων.

Οι κατηγορίες αναφέρονται στην περίοδο 2013-2017 και στο 2020, όπου ο 65χρονος φέρεται να κακοποίησε σεξουαλικά την ανήλικη κόρη της συντρόφου του, με τον εφιάλτη της ανήλικης να ξεκινά σε ηλικία δώδεκα ετών. Επίσης, ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει ακόμα δέκα κατηγορίες που αφορούν στην κατοχή κάνναβης και παρακίνησης της παραπονούμενης να την καπνίσει. Αυτές αφορούν το 2015 και μέχρι τον Απρίλιο του 2017.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε όπως ο 65χρονος παραμείνει στις φυλακές μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης, ενώ η κράτηση του κρίθηκε επιβεβλημένη για την εξασφάλιση της παρουσίας του στη δίκη του και γιατί διαπιστώθηκε κίνδυνος να επηρεάσει μάρτυρες της υπόθεσης. Σημειώνεται πως ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και κατηγορία που αφορά παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία, καθώς φέρεται να επιχείρησε να επηρεάσει τις έρευνες της Αστυνομίας, ζητώντας μάλιστα από την παραπονούμενη να αναφέρει πως η καταγγελία της μητέρας της ήταν ψευδής.

Προσφεύγοντας στο Ανώτατο, η υπεράσπιση του κατηγορουμένου, υπέδειξε πως ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε κίνδυνος φυγοδικίας, στη βάση ότι απέτυχε να σταθμίσει σωστά τα ενώπιον του δεδομένα, αναφέροντας πως ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στους δεσμούς του με την Κύπρο και στην κατάσταση της υγείας του, δεν τους έλαβε ουσιαστικά υπόψη και δεν τους απόδωσε αξία.

Το Ανώτατο εξέφρασε την διαφωνία του με τη θέση της υπεράσπισης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε κατά τρόπο εσφαλμένο το γεγονός της καλής οικονομικής κατάστασης του 65χρονου και ότι είχε κατά το παρελθόν για δέκα χρόνια, την περίοδο 2000-2010, δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά στη Ρωσία, όπου και διέμενε. Όπως υπέδειξε, ορθά λήφθηκε υπόψη ότι στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος θα εξέταζε το ενδεχόμενο να φυγοδικήσει μεταβαίνοντας στο εξωτερικό, είχε την οικονομική δυνατότητα να το πράξει και να συντηρηθεί σε μια ξένη χώρα, με την Ρωσία να παρουσιάζεται ως ένα περιβάλλον που δεν θα του ήταν άγνωστο.

Ωστόσο, το ενδεχόμενο φυγοδικίας συνεπικουρούμενο από την προαναφερθείσα δυνατότητα αντισταθμιζόταν, κατά τρόπο καταλυτικό, όπως αναφέρει στην απόφαση του, από τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του κατηγορούμενου, σε συνδυασμό με την κατάσταση της υγείας του, που καθιστούσαν την εγκατάλειψη της Κύπρου απομακρυσμένη πιθανότητα, σε βαθμό που να μην δικαιολογείται το έσχατο μέτρο της κράτησης προς εξασφάλιση της παρουσίας του κατά τη δίκη του.

«Ο Εφεσείοντας είναι κύπριος πολίτης, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Κύπρο. Είναι νυμφευμένος και πατέρας τριών παιδιών. Έχει και έξι εγγόνια. Διαμένει με τη σύζυγο του και τον γιό του, που έχει νοητικά προβλήματα, και μαζί τους διαμένει και το παιδί του γιού του, που ο τελευταίος απέκτησε με την μητέρα της παραπονούμενης που σήμερα βρίσκεται στη Ρωσία, έχοντας συνάψει νέο γάμο. Ο Εφεσείων έχει διάφορα προβλήματα υγείας, με σοβαρότερο το αορτικό ανεύρυσμα, με κίνδυνο, ανά πάσα στιγμή, τη ρήξη. Περαιτέρω, δεν αμφισβητήθηκε ότι είναι ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας, σημαντικής αξίας, στη Κύπρο».

Παράλληλα, η υπεράσπιση του κατηγορουμένου έκρινε εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων αν αφηνόταν ελεύθερος, εκφράζοντας τη θέση πως δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας προς υποστήριξη μιας τέτοιας προσέγγισης και προέβηκε σε αυθαίρετους, ανυπόστατους και ανεπίτρεπτους συλλογισμούς.

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων τεκμηριώθηκε στη βάση της μακρόχρονης σχέσης οικονομικής εξάρτησης της παραπονούμενης από τον 65χρονο, η οποία, όπως ανάφερε, φαινόταν να είχε δημιουργηθεί λόγω της σχέσης της μητέρας της με τον κατηγορούμενο.

Οι περιστάσεις αυτές, συνεπικουρούμενες από μαρτυρία της ίδιας για επηρεασμό της από τον 65χρονο το 2019, δημιούργησαν την εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εάν αφηνόταν ελεύθερος, υπήρχε κίνδυνος να προσπαθήσει να επηρεάσει την παραπονούμενη ή την μητέρα της ή άλλα μέλη της οικογένειας της.

Όπως αναφέρεται στην απόφαση, το 2019, η μητέρα του θύματος είχε καταγγείλει την υπόθεση στη Ρωσία και η κυπριακή Αστυνομία έλαβε κατάθεση από την παραπονούμενη. Αυτή διέψευσε την μητέρα της, αποδίδοντας την καταγγελία της σε άλλες διαφορές της με τον κατηγορούμενο. Όταν αργότερα κατήγγειλε η ίδια την υπόθεση στις Αρχές, έδωσε την εξήγηση ότι είχε διαψεύσει τη μητέρα της, υποκινούμενη από τον 65χρονο.

Πρόκειται για τους ισχυρισμούς στους οποίους εδράζεται η μια από τις κατηγορίες που αφορά την παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία, ωστόσο, η Κατηγορούσα Αρχή δεν επικαλέστηκε την παράμετρο αυτή ως λόγο που επίτεινε την ανησυχία της Αστυνομίας για επηρεασμό μαρτύρων.

«Στις σχέσεις αυτές είχε θεμελιωθεί το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής. Όμως, τα δεδομένα είχαν διαφοροποιηθεί, εφόσον η παραπονούμενη προέβηκε στη καταγγελία της μετά που έπαψε να είναι εξαρτημένη οικονομικά από τον Εφεσείοντα και δεν διέμενε πλέον στην πολυκατοικία του, η δε μητέρα της βρίσκεται εκτός Κύπρου, στη Ρωσία.

Καταλήγουμε ότι οι φόβοι για φυγοδικία και επηρεασμό μαρτύρων, στο βαθμό που αναδύονταν μέσα από τις περιστάσεις της υπόθεσης, μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με τους κατάλληλους όρους και πως συνεπώς η κράτηση του Εφεσείοντα δεν ήταν αναγκαία και επιβεβλημένη», ήταν η κατάληξη του Ανωτάτου, το οποίο διέταξε όπως ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος με όρους και πληρώνοντας χρηματική εγγύηση.

Επίσης, στους όρους συμπεριλαμβάνεται να η απαγόρευση να πλησιάσει την παραπονούμενη σε απόσταση λιγότερη των 200 μέτρων και να μην επιδιώξει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της τηλεφωνική ή με άλλο τρόπο είτε έμμεση είτε άμεση.

reporter.com.cy

Exit mobile version